αξόδευτος

αξόδευτος
η , ο[ν] , αξόδιαστος, η , ο
1) неизрасходованный, неистраченный; неупотреблённый; 2) непроданный; нереализованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αξόδευτος" в других словарях:

  • αξόδευτος — κ. ανεξόδευτος, η, ο 1. (για χρήματα) αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν δαπανήθηκε 2. (για είδη κατανάλωσης) αυτός που δεν καταναλώθηκε, δεν εξαντλήθηκε …   Dictionary of Greek

  • αξόδευτος — η, ο επίρρ. α και αξόδιαστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν πουλήθηκε: Έχει στο μαγαζί του πολύ πράμα αξόδευτο. 2. αυτός που δε δαπανήθηκε: Τα χρήματα που πήρα τα χω σχεδόν αξόδευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδαπάνητος — η, ο (Α ἀδαπάνητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να δαπανηθεί 2. που δεν δαπανήθηκε, δεν ξοδεύτηκε, ο αξόδευτος, ο ανεξάντλητος (νεοελλ. επίρρ.) αδαπάνητα χωρίς δαπάνη, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαπανῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδαπανησία, αδαπανητί] …   Dictionary of Greek

  • αδιάθετος — η, ο (ΑΜ ἀδιάθετος, ον) 1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη 2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος 2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • αξόδιαστος — (I) η, ο 1. ο αξόδευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «ξοδεύω»]. (II) η, ο αυτός που θάφτηκε χωρίς ξόδι, που δεν του έγινε νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «κηδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ανεξόδευτος — ανεξόδευτος, η, ο και ανεξόδιαστος, η, ο βλ. αξόδευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»